-
1 стол
стол 1-а α.1. τραπέζι•круглый стол στρογγυλό τραπέζι•
обеденный стол τραπέζι φαγητού•
ломберный стол πράσινο τραπέζι•
письменный стол το γραφείο•
операционный стол χειρουργικό τραπέζι.
2. φαγητό, τροφή•за -ом στο φαγητό,την ώρα του φαγητού•
встать из-за -а σηκώνομαι από το τραπέζι (το φαγητό)•
пригласить к -у προσκαλώ στο τραπέζι (να φάμε)•
общий стол κοινό φαγητό•
нанимать квартиру со -ом νοικιάζω διαμέρισμα και με φαγητό μαζί•
убирать со -а σηκώνω, συμμαζεύω το τραπέζι• απο-σκευάζω το τραπέζι•
подать на стол σερβίρω το φαγητό•
обед на - το τραπέζι είναι έτοιμο (τα φαγητά σερβιρισμένα)•
3. τμήμα ιδρύματος•личного состава τμήμα προσωπικού•справочный стол γραφείο πληροφοριών.
стол 2-а α.θώκος•княжский стол πριγκιπικός θώκος.
-
2 из-за
из-за 1) (откуда ) (πίσω) από встать \из-за стола σηκώνομαι απ'το τραπέζι 2) (по причине) εξαιτίας, για я опоздал \из-за дождя άργησα εξαιτίας της βροχής* * *1) ( откуда) (πίσω) απόвстать из-за стола́ — σηκώνομαι απ'το τραπέζι
2) ( по причине) εξαιτίας, γιαя опозда́л из-за дождя́ — άργησα εξαιτίας της βροχής
-
3 встать
встать σηκώνομαι* \встать из-за стола σηκώνομαι απ* το τρα πέζι* * *встать из-за стола́ — σηκώνομαι απ' το τραπέζι
-
4 вставать
вставатьнесов1. (подниматься на ноги) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, σηκώνομαι ὀρθιος:\вставать из-за стола σηκώνομαι ἀπ· τό τραπέζι·2. (на что-л.) ἀνεβαίνω, σκαρφαλώνω·3. перен (на защиту и т. п.) ὁρθώνομαι, ξεσηκώνομαι, ἀνίσταμαι, ὀρθοῦμαι·4. (о солнце) ἀνατέλλω, βγαίνω·5. (возникать) παρουσιάζομαι, ἐμφανίζομαι, ἐγείρομαι·6. (наступать на что-л.) πατώ, στέκω, πατώ τό πόδι μου:\вставать на ковер πατώ στό χαλί·7. (останавливаться) σταματώ· ◊ \вставать на учет ἐγγράφομαι· \вставать с левой йоги ξυπνώ ἄκε-φος· \вставать на чьем-л. пути μπαίνω ἐμπόδιο. -
5 выходить
выходи́ть Iнесов1. βγαίνω, ἐξέρχομαι/ κατεβαίνω, κατέρχομαι (из вагона, самолета, экипажа)/ φεύγω (покидать)/ περνώ, μεταβαίνω (в другое помещение):\выходить на у́лицу βγαίνω (или κατεβαίνω) στό δρόμο· \выходить в море βγαίνω στό πέλαγος, στ· ἀνοιχτἄ \выходить из порта βγαίνω ἀπ' τό λιμάνί \выходить из окружения воен. διασπώ τήν περικύκλωση, διασπώ τόν κλοιό· \выходить из-за стола σηκώνομαι ἀπό τό τραπέζι·2. (появляться) φαίνομαι/ δημοσιεύομαι, ἐκδίδομαι (о книге):\выходить на сцену βγαίνω, ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι στή σκηνή· \выходить на работу πηγαίνω στήν δουλειά·3. (израсходоваться) ξοδεύομαι, καταναλίσκομαι·4. (удаваться) καταφέρνω, ἐπιτυγχάνω:э́то у меня хорошо́ выходит αὐτό τό καταφέρνω καλά·5. (получаться) γίνομαι, βγαίνω:из него́ выйдет хороший механик αὐτός θά γίνει (илива βγή) καλός μηχανικός· из э́того куска выходит два платья ἀπό ἕνα κομμάτι ὕφασμα βγαίνουν δύο φορέματά из £того ничего не выходит ἀπ' αὐτό δέν βγαίνει τίποτε·6. (из какой-л. среды) προέρχομαι, κατάγομαι·7. (выбывать) ἀποχωρώ, βγαίνω, ἐγκαταλείπω:\выходить из игры βγαίνω ἀπ· τό παιγνίδι· \выходить из строя (о машине) ἀχρηστεύομαι· \выходить в тираж (об облигации) ἀπο-σβύνομαΓ \выходить в отставку παραιτούμαι, ἀποστρατεύομαι18. (об окне, двери и т. п.) βγαίνω, βγάζω κάπου, βλέπω κἀπου:окно выходит во двор тб παράθυρο βλέπει στήν αὐλή· ◊ \выходить замуж παντρεύομαι· \выходить из затруднения βγαίνω ἀπ' τή δυσκολία· \выходить из терпения χάνω τήν ὑπομονή· \выходить из себя γίνομαι ἔξω φρενών, παραφέρομαί \выходить из моды πάβω νά εἶμαι τής μόδας· \выходить из берегов πλημμυρίζω· выходит, что... πάει νά πεῖ πώς...· не выходит из головы δέν βγαίνει ἀπό τό κεφάλι μου (или ἀπό τόν νοῦ μου).вы́ходить IIсов см. выхаживать. -
6 из-за
πρόθεση.1. απο, πίσω από από πέρα•смотреть из-за дверь κοιτάζω από την πόρτα•
встать из-за стола σηκώνομαι από το τραπέζι•
выскочить из-за угла ξεπετιέμαι από τη γωνία•
из-за облака выплыла опять луна από πίσω από το σύννεφο ξαναβγήκε το φεγγάρι•
он приехал из-за моря αυτός ήρθε από υπερπόντια χώρα•
приехать границы έρχομαι από το εξωτερικό.
2. λόγω, απο, εξ αιτίας•разошлись из-за пустяков χώρεσαν από το τίποτε•
из-за шума ничего не слышно από το θόρυβο τίποτε δεν ακούεται•
из-за дождя опоздал λόγω της βροχής άργησα•
из-за того από αυτό• (ένεκα τούτου)•
из-за какого-то обстоятельства από κάποιο περιστατικό•
из-за тебя все неприятности εξ αιτίας σου όλα τα δυσάρεστα•
из-за мелочей дерутся από μικροπράγματα τσακώνονται•
жениться из-за денег παντρεύομαι για χρήματα•
из-за тебя мы мучимся здесь από σένα !εμείς βασανιζόμαστε εδώ;
См. также в других словарях:
προανίστημι — Α [ἀνίστημι] 1. ανεγείρω κάτι προηγουμένως («δρυφάκτους προανίστησι τῶν τεκτόνων», Ιώσ.) 2. μέσ. προανίσταμαι α) παρασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου («ὅσα κήπων προανεστήσαντο καὶ δένδρων οἱ οἰκήτορες», Ιώσ.) β) ξεκινώ σε αγώνα δρόμου πριν από… … Dictionary of Greek